συμφιλοτιμούμαι

συμφιλοτιμούμαι
-έομαι, και, σπανίως, το ενεργ. συμφιλοτιμῶ, -έω, Α
συμπράττω με ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + φιλοτιμοῦμαι «επιδεικνύω ζήλο, είμαι πρόθυμος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”